Τέθηκε ξανά επί τάπητος το ζήτημα της εποπτείας των δικηγόρων με αφορμή τις τελευταίες αποκαλύψεις των δημοσιογράφων του ICIJ.
Σωστά και εύλογα υπάρχει προβληματισμός για το ποιος εποπτεύει τους δικηγόρους και εάν πρέπει να αλλάξει κάτι. Θεωρώ ότι είναι ένα θέμα που πρέπει να συζητήσουμε.
Αν αναλύσουμε το επιχείρημα της άποψης ότι οι δικηγόροι πρέπει να ελέγχονται από ανεξάρτητη αρχή θα δούμε ότι βασίζεται μία σειρά από υποθέσεις (assumptions) ως εξής:
1. Επειδή υπάρχουν σκάνδαλα στα οποία εμπλέκονται (και) δικηγόροι και
2. σε αυτά τα σκάνδαλα γίνονται (ή φαίνεται να γίνονται) παράνομες πράξεις, όπως παραβίαση κυρώσεων, τότε
3. αυτό σημαίνει ότι ο ΠΔΣ δεν διεξάγει σωστούς εποπτικούς ελέγχους,
4. και ο λόγος που δεν κάνει σωστούς ελέγχους είναι διότι δικηγόροι ελέγχουν δικηγόρους
5. άρα, οι δικηγόροι αλληλοκαλύπτονται και
6. επομένως αν τους ελέγχει κάποια ανεξάρτητη αρχή θα επιλυθεί (ή θα αντιμετωπιστεί) το θέμα και θα εντοπίζονται οι παρανομούντες και
7. άρα θα σταματήσουν (ή θα μειωθούν) και οι παρανομίες.
Κάθε μία από τις πιο πάνω υποθέσεις θα πρέπει να αναλυθεί για να δούμε εάν ισχύουν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό. Κατά τη γνώμη μου μία ψύχραιμη ανάλυση όλων των παραμέτρων θα μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η άποψη πάσχει σε πολλά σημεία.
Κάποιες σκέψεις δικές μου παραθέτω πιο κάτω.
Ένα σοβαρό ζήτημα, το οποίο κατά τη γνώμη μου δεν μπαίνει στη σωστή του διάσταση και ο περισσότερος κόσμος αγνοεί είναι ποιος είναι ο σκοπός και τι στην ουσία σημαίνει «εποπτικός έλεγχος».
Να πω καταρχάς ότι τη πρώτη και κύρια ευθύνη για την συμμόρφωση με την νομοθεσία την έχει ο επαγγελματίας (είτε δικηγόρος, είτε λογιστής), όχι ο επόπτης. Δεύτερον, ο εποπτικός έλεγχος είναι δειγματοληπτικός και δεν αφορά μόνο εντοπισμό παρανομιών ή εν δυνάμει παρανομιών αλλά έλεγχο για τη γενικότερη συμμόρφωση με τους δεκάδες νόμους και κανονισμούς που ισχύουν σήμερα. Το δικηγορικό επάγγελμα σήμερα είναι έχει καταστεί φοβερά πολύπλοκο λόγω των υποχρεωτικών κανονιστικών ρυθμίσεων που υπάρχουν και η συμμόρφωση με εκατοντάδες υποχρεώσεις είναι ένας καθημερινός αγώνας. Τρίτον, ο σκοπός του εποπτικού ελέγχου δεν είναι να εντοπίσει παραβάσεις του ποινικού δικαίου αλλά είναι περισσότερο κανονιστικός έλεγχος και έλεγχος συμμόρφωσης με διαδικασίες.
Μία άλλη παράμετρος του επιχειρήματος είναι η θέση ότι έχουμε παρανομίες επειδή δεν έχουμε σωστή εποπτεία. Αυτό είναι λάθος. Παρανομίες και παραβιάσεις των νόμων και των κανονισμών θα υπάρχουν πάντα.
Το ερώτημα είναι πόσοι και ποιοι κάνουν τις παρανομίες; Δηλαδή σε μία κοινότητα 4,000 και πλέον δικηγόρων, πόσοι δικηγόροι έχουν παρανομήσει για το θέμα των κυρώσεων; Πέντε, δέκα δικηγορικά γραφεία; Ούτε τόσα δεν είναι. Αυτό δικαιολογεί την ισοπεδωτική θέση ότι «οι δικηγόροι παρανομούν;»
Επίσης, η θέση ότι εάν έχουμε ανεξάρτητη εποπτική αρχή θα λύσουμε το πρόβλημα εποπτείας και πάλι είναι εσφαλμένη διότι ακόμα και εκεί που είχαμε τέτοιες ανεξάρτητες αρχές δεν επιλύθηκαν προβλήματα. Για παράδειγμα, η Κεντρική Τράπεζα που είναι ανεξάρτητη αρχή και εποπτεύει τις τράπεζες γιατί δεν εντόπισε τα προβλήματα κακής λειτουργίας και ανεπάρκειας των τραπεζών και οδηγηθήκαμε στο κούρεμα το 2013;
Ακόμα, η άποψη ότι οι δικηγόροι αλληλοκαλύπτονται δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Η αλήθεια είναι ότι το τμήμα εποπτείας του ΠΔΣ διεξάγει δεκάδες ελέγχους κάθε χρόνο, είναι ανεξάρτητο τμήμα εντός του ΠΔΣ και πολλοί συνάδελφοι υπόκεινται σε κυρώσεις. Εκείνο που πρέπει να γίνει και πιστεύω ότι γίνεται, είναι ενίσχυση του τμήματος εποπτείας.
Η ιδιότητα των δικηγόρων είναι ιδιαίτερη περίπτωση σε ότι αφορά τον εποπτικό έλεγχο και δεν πρέπει να συγχέεται με άλλους επαγγελματίες διότι στη περίπτωση των δικηγόρων έχουμε το δικηγορικό απόρρητο. Η κατανόηση αυτού του ζητήματος είναι κομβικής σημασίας για να καταλάβει κάποιος τρίτος γιατί οι δικηγόροι έχουν ένσταση στο να εποπτεύονται από ανεξάρτητη αρχή.
Το δικηγορικό απόρρητο, δηλαδή η εμπιστευτικότητα της αλληλογραφίας μεταξύ δικηγόρου και πελάτη, είναι από τα θεμέλια μίας δημοκρατικής κοινωνίας, βασικός πυλώνας του κράτος δικαίου, και άπτεται της προστασίας θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων των πολιτών. Το τι λέει και/ή τι ρωτά ένας πελάτης το δικηγόρο του, τι νομικές συμβουλές λαμβάνει ως προς τα δικαιώματα του και/ή τις συνέπειες των πράξεων ή παραλείψεων του είναι άβατο και πρέπει να τυγχάνει σχεδόν απόλυτης προστασίας. Το δικηγορικό απόρρητο ελέγχεται και μπορεί να αρθεί ή να παρακαμφθεί μόνο από αρμόδιο Δικαστήριο.
Συνακόλουθα οποιαδήποτε ενέργεια που έχει ως αποτέλεσμα την επέμβαση στο δικηγορικό απόρρητο πρέπει να γίνει πολύ προσεκτικά και κατόπιν πολύ σοβαρού προβληματισμού και αφού είμαστε βέβαιοι ως προς το ποιο είναι το πρόβλημα και ποιο το αίτιο του.
Ο νυν πρόεδρος του ΠΔΣ κατέθεσε τη διαφωνία των δικηγόρων στη πρόταση για ανεξάρτητη εποπτική αρχή ενώπιον του ΠτΔ. Ο τέως πρόεδρος του ΠΔΣ, επίσης, ανέπτυξε πολλές φορές τη σημασία διασφάλισης του δικηγορικού απορρήτου και εξέφρασε τη θέση ότι η ανάθεση του εποπτικού ελέγχου των δικηγόρων σε ανεξάρτητη αρχή θα πλήξει το πυρήνα του δικηγορικού απορρήτου.
Πολύ απλά το επιχείρημα είναι ότι εάν οι δικηγόροι υπόκεινται σε εποπτικό έλεγχο από ανεξάρτητη αρχή, και όχι από δικηγόρους, τότε η πρόσβαση σε φακέλους και στην αλληλογραφία πελατών δικηγορικού γραφείου θα συνεπάγεται παραβίαση και εξουδετέρωση του δικηγορικού απορρήτου.
Υπάρχουν πολλές αποφάσεις του ΕΔΑΔ όπου η πιο πάνω αρχή έτυχε δικαστικού ελέγχου και επιβεβαιώθηκε. Παραπέμπω σχετικά σε άρθρο του συναδέλφου Γιώργου Καζολέα σε αυτό το link και στις αποφάσεις που αναφέρεονται εκεί. https://bit.ly/3G41MdX
Καταληκτικά, πριν ληφθεί η απόφαση να επέμβουμε ή να καταργήσουμε το δικηγορικό απόρρητο πρέπει πρώτα να συζητήσουμε και να καταλήξουμε στο ποιο είναι το πρόβλημα, τι ευθύνεται για αυτό και ποιες εναλλακτικές υπάρχουν.
Οι ισοπεδωτικές και πρόχειρες προσεγγίσεις δεν επιλύουν προβλήματα αλλά προσθέτουν και άλλα.